active

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός active
συγκριτικός more active
υπερθετικός most active

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈæk.tɪv/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

active (en)

  1. ενεργητικός, δραστήριος, είμαι πάντα απασχολημένος με πράγματα, ειδικά σωματικές δραστηριότητες
    an active person - ενεργητικός άνθρωπος
    I lead an active life.
    Κάνω δραστήρια ζωή.
  2. ενεργός, που κάνει κάτι τακτικά ή λειτουργεί
    This user’s account is not active anymore.
    Ο λογαριασμός αυτού του χρήστη δεν είναι πια ενεργός.
    He’s active, but isn’t reading my messages.
    Είναι ενεργός, αλλά δε διαβάζει τα μηνύματά μου.
  3. (πληροφορική) βλ. active code, active window

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη act



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ak.tiv/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

active (fr)