active
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | active |
συγκριτικός | more active |
υπερθετικός | most active |
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]active (en)
- ενεργητικός, δραστήριος, είμαι πάντα απασχολημένος με πράγματα, ειδικά σωματικές δραστηριότητες
- ↪ an active person - ενεργητικός άνθρωπος
- ↪ I lead an active life.
- Κάνω δραστήρια ζωή.
- ενεργός, που κάνει κάτι τακτικά ή λειτουργεί
- ↪ This user’s account is not active anymore.
- Ο λογαριασμός αυτού του χρήστη δεν είναι πια ενεργός.
- ↪ He’s active, but isn’t reading my messages.
- Είναι ενεργός, αλλά δε διαβάζει τα μηνύματά μου.
- ↪ This user’s account is not active anymore.
- (πληροφορική) βλ. active code, active window
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- activate & σύνθετα
- activity
- inactive
- inactivity
→ και δείτε τη λέξη act
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]active (fr)